Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυσταλλοποίηση οι κρυσταλλοποιήσεις
      γενική της κρυσταλλοποίησης* των κρυσταλλοποιήσεων
    αιτιατική την κρυσταλλοποίηση τις κρυσταλλοποιήσεις
     κλητική κρυσταλλοποίηση κρυσταλλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυσταλλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυσταλλοποίηση < κρύσταλλ(ο) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.sta.loˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐σταλ‐λο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυσταλλοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία