κρυοφωταύγεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυοφωταύγεια < κρύο + -ο- + φωταύγεια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cryoluminiscence)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυοφωταύγεια θηλυκό
- (φυσική) η αύξηση της φωταύγειας κάποιων σωμάτων, όταν αποκτήσουν τη (χαμηλή) θερμοκρασία του υγροποιημένου αέρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυοφωταύγεια
|