κρυοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryoscopy < αρχαία ελληνική κρύος + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυοσκοπία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- κρυοσκοπικός
- κρυοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις κρύο και σκοπώ