↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεόζωτο τα κρεόζωτα
      γενική του κρεόζωτου
κρεοζώτου
των κρεόζωτων
κρεοζώτων
    αιτιατική το κρεόζωτο τα κρεόζωτα
     κλητική κρεόζωτο κρεόζωτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεόζωτο < γερμανική Kreosot < Kreo- (αρχ. ελλ. κρέας) + sot- (αρχ. ελλ. σωτήρ με την έννοια διατηρητής). Μορφολογικά αναλύεται σε κρεό- + -ζωτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεόζωτο ουδέτερο

  • (χημεία) ουσία μαύρου χρώματος και δυσάρεστης οσμής με οργανικές ενώσεις, που παράγεται από πίσσες ή πυρόλυση και χρησιμοποιείται ως συντηρητικό ή αντισηπτικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία