κρεόζωτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεόζωτο | τα | κρεόζωτα |
γενική | του | κρεόζωτου & κρεοζώτου |
των | κρεόζωτων & κρεοζώτων |
αιτιατική | το | κρεόζωτο | τα | κρεόζωτα |
κλητική | κρεόζωτο | κρεόζωτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεόζωτο < γερμανική Kreosot < Kreo- (αρχ. ελλ. κρέας) + sot- (αρχ. ελλ. σωτήρ με την έννοια διατηρητής). Μορφολογικά αναλύεται σε κρεό- + -ζωτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεόζωτο ουδέτερο
- (χημεία) ουσία μαύρου χρώματος και δυσάρεστης οσμής με οργανικές ενώσεις, που παράγεται από πίσσες ή πυρόλυση και χρησιμοποιείται ως συντηρητικό ή αντισηπτικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κρεό -2 - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας