↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρατουμένη οι κρατούμενες
      γενική της κρατουμένης των κρατουμένων
    αιτιατική την κρατουμένη τις κρατούμενες
     κλητική κρατουμένη κρατούμενες
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής στο κρατούμενος.
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρατουμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατουμένη, θηλυκό του κρατούμενος, μετοχή του συνηρημένου ρήματος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κρατῶ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρατουμένη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

κρατουμένη