κραταίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κραταίωση | οι | κραταιώσεις |
γενική | της | κραταίωσης* | των | κραταιώσεων |
αιτιατική | την | κραταίωση | τις | κραταιώσεις |
κλητική | κραταίωση | κραταιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κραταιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κραταίωση < ελληνιστική κοινή κραταίωσις < κραταιόω / κραταιῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κραταίωση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κραταιώνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κραταίωση
|