κραταιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακραταιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κραταιώνω
- θα κραταιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κραταιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακραταιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κραταίωση