Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρασπεδόρειθρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρασπεδόρειθρ
ο
τα
κρασπεδόρειθρ
α
γενική
του
κρασπεδόρειθρ
ου
των
κρασπεδόρειθρ
ων
αιτιατική
το
κρασπεδόρειθρ
ο
τα
κρασπεδόρειθρ
α
κλητική
κρασπεδόρειθρ
ο
κρασπεδόρειθρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρασπεδόρειθρο
<
κράσπεδο
+
-ο-
+
ρείθρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρασπεδόρειθρο
ουδέτερο
κατασκευή
από
σκυρόδεμα
(
ρείθρο
) που διαχωρίζει το
οδόστρωμα
από το
κράσπεδο
του
πεζοδρομίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρασπεδόρειθρο