Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρασοπότηρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρασοπότηρ
ο
τα
κρασοπότηρ
α
γενική
του
κρασοπότηρ
ου
των
κρασοπότηρ
ων
αιτιατική
το
κρασοπότηρ
ο
τα
κρασοπότηρ
α
κλητική
κρασοπότηρ
ο
κρασοπότηρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρασοπότηρο
<
κρασο-
+
ποτήρ(ι)
+
-ο
Τρία γεμάτα
κρασοπότηρα
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρασοπότηρο
ουδέτερο
(
οικείο
)
ποτήρι
για
κρασί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρασοπότηρο
αγγλικά
:
wine glass
(en)
γαλλικά
:
verre
(fr)
à
vin
(fr)