Δείτε επίσης: κτίρια, κρίτρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίτρια οι κρίτριες
      γενική της κρίτριας των κριτριών
    αιτιατική την κρίτρια τις κρίτριες
     κλητική κρίτρια κρίτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρίτρια < κριτής + κατάληξη θηλυκού -τρια (ή < μεσαιωνική ελληνική κρίτρια[1] < αρχαία ελληνική κριτής < κρίνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkri.tri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρί‐τρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρίτρια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κριτής

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κρίτρια - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)