Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοκρίτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λογοκρίτρι
α
οι
λογοκρίτρι
ες
γενική
της
λογοκρίτρι
ας
των
λογοκριτρι
ών
αιτιατική
τη
λογοκρίτρι
α
τις
λογοκρίτρι
ες
κλητική
λογοκρίτρι
α
λογοκρίτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογοκρίτρια
<
λογοκριτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογοκρίτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
λογοκριτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοκρίτρια
γερμανικά
:
Zensorin
(de)