κοψομέσιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοψομέσιασμα < κοψομεσιάζω + -μα, αναλύεται ως κοψο- + μέσιασμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.psoˈme.sça.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ψο‐μέ‐σια‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοψομέσιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοψομεσιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοψομέσιασμα
|