Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουράντης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κουράντ
ης
οι
κουράντ
ηδες
γενική
του
κουράντ
η
των
κουράντ
ηδων
αιτιατική
τον
κουράντ
η
τους
κουράντ
ηδες
κλητική
κουράντ
η
κουράντ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουράντης
<
ιταλική
curante
+
-ης
<
λατινική
curo
<
cura
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουράντης
αρσενικό
(
ιδιωματικό
) ο
θεράπων
ιατρός
ενός
αρρώστου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κουράντες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουράντης