Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουράντες < ιταλική curante + < λατινική curo < cura

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουράντες αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία