κουζινάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουζινάκι | τα | κουζινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουζινάκι | τα | κουζινάκια |
κλητική | κουζινάκι | κουζινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουζινάκι < κουζίνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουζινάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουζίνα (είτε η συσκευή είτε ο χώρος)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουζίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουζίνα
κουζινάκι (συσκευή)