κουβεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουβεράκι | τα | κουβεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουβεράκι | τα | κουβεράκια |
κλητική | κουβεράκι | κουβεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουβεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουβέρ
- κουβεράκι με παπαρουνόσπορο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουβεράκι
|