κοσμοκαλόγερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοσμοκαλόγερος αρσενικό
- μοναχός που ζει στον κόσμο κι όχι σε μοναστήρι
- άνθρωπος που ζει μέσα στην κοινωνία αλλά έχει απαρνηθεί τις εγκόσμιες απολαύσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοκαλόγερος
|