Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμηματοθήκη οι κοσμηματοθήκες
      γενική της κοσμηματοθήκης των κοσμηματοθηκών
    αιτιατική την κοσμηματοθήκη τις κοσμηματοθήκες
     κλητική κοσμηματοθήκη κοσμηματοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμηματοθήκη < κόσμημα, κοσμηματ- + -ο- + -θήκη [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.zmi.ma.toˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμη‐μα‐το‐θή‐κη
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμηματοθήκη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία