κοσμηματοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.zmi.ma.toˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμη‐μα‐το‐θή‐κη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμηματοθήκη θηλυκό
- κουτί για τη φύλαξη κοσμημάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κοσμηματοθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας