γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κορυζῶν κορυζῶσ τὸ κορυζῶν
      γενική τοῦ κορυζῶντος τῆς κορυζώσης τοῦ κορυζῶντος
      δοτική τῷ κορυζῶντ τῇ κορυζώσ τῷ κορυζῶντ
    αιτιατική τὸν κορυζῶντ τὴν κορυζῶσᾰν τὸ κορυζῶν
     κλητική ! κορυζῶν κορυζῶσ κορυζῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κορυζῶντες αἱ κορυζῶσαι τὰ κορυζῶντ
      γενική τῶν κορυζώντων τῶν κορυζωσῶν τῶν κορυζώντων
      δοτική τοῖς κορυζῶσῐ(ν) ταῖς κορυζώσαις τοῖς κορυζῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κορυζῶντᾰς τὰς κορυζώσᾱς τὰ κορυζῶντ
     κλητική ! κορυζῶντες κορυζῶσαι κορυζῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κορυζῶντε τὼ κορυζώσ τὼ κορυζῶντε
      γεν-δοτ τοῖν κορυζώντοιν τοῖν κορυζώσαιν τοῖν κορυζώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κορυζῶν, -ῶσα, -οῦν