Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορυζῶν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
κορυζῶν
ἡ
κορυζῶσ
ᾰ
τὸ
κορυζῶν
γενική
τοῦ
κορυζῶντ
ος
τῆς
κορυζώσ
ης
τοῦ
κορυζῶντ
ος
δοτική
τῷ
κορυζῶντ
ῐ
τῇ
κορυζώσ
ῃ
τῷ
κορυζῶντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
κορυζῶντ
ᾰ
τὴν
κορυζῶσ
ᾰν
τὸ
κορυζῶν
κλητική
ὦ
!
κορυζῶν
κορυζῶσ
ᾰ
κορυζῶν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
κορυζῶντ
ες
αἱ
κορυζῶσ
αι
τὰ
κορυζῶντ
ᾰ
γενική
τῶν
κορυζώντ
ων
τῶν
κορυζωσ
ῶν
τῶν
κορυζώντ
ων
δοτική
τοῖς
κορυζῶ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
κορυζώσ
αις
τοῖς
κορυζῶ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
κορυζῶντ
ᾰς
τὰς
κορυζώσ
ᾱς
τὰ
κορυζῶντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
κορυζῶντ
ες
κορυζῶσ
αι
κορυζῶντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
κορυζῶντ
ε
τὼ
κορυζώσ
ᾱ
τὼ
κορυζῶντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
κορυζώντ
οιν
τοῖν
κορυζώσ
αιν
τοῖν
κορυζώντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'τιμῶν'
όπως «
τιμῶν
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κορυζῶν, -ῶσα, -οῦν
συνηρημένη
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
κορυζῶ
του
κορυζάω