κορνές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορνές | οι | κορνέδες |
γενική | του | κορνέ | των | κορνέδων |
αιτιατική | τον | κορνέ | τους | κορνέδες |
κλητική | κορνέ | κορνέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακορνές αρσενικό
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του κορνέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορνές
|