↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορμοφράγματα
      γενική των κορμοφραγμάτων
    αιτιατική τα κορμοφράγματα
     κλητική κορμοφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορμοφράγματα < κορμ(ός) + -ο- + φράγματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koɾ.moˈfɾaɣ.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐μο‐φράγ‐μα‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορμοφράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία