ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπτοπλακοῦς οἱ κοπτοπλακοῦντες
      γενική τοῦ κοπτοπλακοῦντος τῶν κοπτοπλακούντων
      δοτική τῷ κοπτοπλακοῦντ τοῖς κοπτοπλακοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κοπτοπλακοῦντ τοὺς κοπτοπλακοῦντᾰς
     κλητική ! κοπτοπλακοῦς κοπτοπλακοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπτοπλακοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  κοπτοπλακούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπτοπλακοῦς < κοπτό(ς) + πλακοῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπτοπλακοῦς αρσενικό (ελληνιστική κοινή)