κοπτοπλακοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοπτοπλακοῦς | οἱ | κοπτοπλακοῦντες | ||||
γενική | τοῦ | κοπτοπλακοῦντος | τῶν | κοπτοπλακούντων | ||||
δοτική | τῷ | κοπτοπλακοῦντῐ | τοῖς | κοπτοπλακοῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κοπτοπλακοῦντᾰ | τοὺς | κοπτοπλακοῦντᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κοπτοπλακοῦς | κοπτοπλακοῦντες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπτοπλακοῦντε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπτοπλακούντοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοπτοπλακοῦς αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος από κοπανισμένο σησάμι, καρύδια, αμύγδαλα και μέλι
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647f-648a, @scaife.perseus, @el.wikisource
- κοπτοπλακοῦς. ἐν Κρήτῃ δέ, φησίν, πλακουντάριον ποιοῦσιν ὅπερ ὀνομάζουσι γάστριν. γίνεται δὲ οὕτως· κάρυα Θάσια καὶ Ποντικὰ καὶ ἀμύγδαλα, ἔτι δὲ μήκων, ἃ φρύξας θεράπευσον καλῶς καὶ εἰς θυίαν καθαρὰν τρῖψον ἐπιμελῶς· συμμίξας τε τὴν ὀπώραν μάλαξον μέλιτι ἡψημένῳ, προσβαλὼν πέπερι πλέον καὶ μάλαξον γίνεται δὲ μέλαν διὰ τὴν μήκωνα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647f-648a, @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές
επεξεργασία- κοπτοπλακοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.