Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοπρόλιθος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κοπρόλιθ
ος
οι
κοπρόλιθ
οι
γενική
του
κοπρόλιθ
ου
των
κοπρόλιθ
ων
αιτιατική
τον
κοπρόλιθ
ο
τους
κοπρόλιθ
ους
κλητική
κοπρόλιθ
ε
κοπρόλιθ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοπρόλιθος
<
κόπρος
+
-ο-
+
λίθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοπρόλιθος
αρσενικό
(
γεωλογία
)
περιττώματα
όντων που έχουν ζήσει στο
παρελθόν
και έχουν μετατραπεί σε
απολιθώματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κοπρόλιθος
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοπρόλιθος
αγγλικά
:
coprolite
(en)