κονστρουκτιβιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονστρουκτιβιστικός < κονστρουκτιβισμός + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
κονστρουκτιβιστικός
- (τέχνη) που έχει σχέση με τον κονστρουκτιβισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονστρουκτιβιστικός
|