Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονεομεταλλουργία οι κονεομεταλλουργίες
      γενική της κονεομεταλλουργίας των κονεομεταλλουργιών
    αιτιατική την κονεομεταλλουργία τις κονεομεταλλουργίες
     κλητική κονεομεταλλουργία κονεομεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονεομεταλλουργία < κόνις + μεταλλουργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονεομεταλλουργία θηλυκό ή κονιομεταλλουργία

  • (παρωχημένο) (σπάνιο) μεταλλουργία κόνεως, παραγωγή μεταλλικών κόνεων και μορφοποίησή τους σε μεταλλικά, συμπαγή αντικείμενα, ο συχνότερα χρησιμοποιούμενος όρος είναι κονιομεταλλουργία

  Μεταφράσεις επεξεργασία