↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολονοσκόπηση οι κολονοσκοπήσεις
      γενική της κολονοσκόπησης των κολονοσκοπήσεων
    αιτιατική την κολονοσκόπηση τις κολονοσκοπήσεις
     κλητική κολονοσκόπηση κολονοσκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολονοσκόπηση < (λόγιο δάνειο) αγγλική colonoscopy • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολονοσκόπηση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εξέταση του εντέρου με ειδικό ενδοσκόπιο, το κολονοσκόπιο, και μερικές φορές η ταυτόχρονη αφαίρεση πολυπόδων ή ιστών για βιοψία
    ⮡  η κολονοσκόπηση καλό είναι να γίνεται με χορήγηση ήπιας αναισθησίας γιατί είναι οδυνηρό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία