coloscopie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ.lɔs.kɔ.pi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coloscopie | coloscopies |
coloscopie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η κολονοσκόπηση
ενικός | πληθυντικός |
coloscopie | coloscopies |
coloscopie (fr) θηλυκό