κολονάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κολονάτος, -ή, -ο
- που έχει κολόνα και στηρίζεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολονάτος
|