κοκορόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοκορόπουλο < κόκορας + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκορόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του κόκορας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοκορόπουλο
|