↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκορομαχία οι κοκορομαχίες
      γενική της κοκορομαχίας των κοκορομαχιών
    αιτιατική την κοκορομαχία τις κοκορομαχίες
     κλητική κοκορομαχία κοκορομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκορομαχία < κόκορας + -μαχία (< μάχη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκορομαχία θηλυκό

  1. η μάχη ανάμεσα σε δυο κόκορες
    σε μερικές χώρες πραγματοποιούνται ακόμα οργανωμένες κοκορομαχίες
  2. (μεταφορικά) η λογομαχία για ανόητο λόγο που χαρακτηρίζεται από μεγάλο πείσμα και εγωισμό και από τα δύο μέρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία