κοκορομαχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοκορομαχία θηλυκό
- η μάχη ανάμεσα σε δυο κόκορες
- σε μερικές χώρες πραγματοποιούνται ακόμα οργανωμένες κοκορομαχίες
- (μεταφορικά) η λογομαχία για ανόητο λόγο που χαρακτηρίζεται από μεγάλο πείσμα και εγωισμό και από τα δύο μέρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοκορομαχία