Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκονόζης οι κοκονόζηδες
      γενική του κοκονόζη των κοκονόζηδων
    αιτιατική τον κοκονόζη τους κοκονόζηδες
     κλητική κοκονόζη κοκονόζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκονόζης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kokoz ή πιο πιθανό Κοκονόζης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kokonoz

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκονόζης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014