κοινωνιόγραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνιόγραμμα < κονωνί(α) + -ό- + -γραμμα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociogram (νόθο συνθετικό)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.no.niˈo.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐ό‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινωνιόγραμμα ουδέτερο
- (κοινωνιολογία) η γραφική αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ ατόμων σε μια κοινωνική ομάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινωνιόγραμμα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)