Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικοασφαλιστικός η κοινωνικοασφαλιστική το κοινωνικοασφαλιστικό
      γενική του κοινωνικοασφαλιστικού της κοινωνικοασφαλιστικής του κοινωνικοασφαλιστικού
    αιτιατική τον κοινωνικοασφαλιστικό την κοινωνικοασφαλιστική το κοινωνικοασφαλιστικό
     κλητική κοινωνικοασφαλιστικέ κοινωνικοασφαλιστική κοινωνικοασφαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοασφαλιστικοί οι κοινωνικοασφαλιστικές τα κοινωνικοασφαλιστικά
      γενική των κοινωνικοασφαλιστικών των κοινωνικοασφαλιστικών των κοινωνικοασφαλιστικών
    αιτιατική τους κοινωνικοασφαλιστικούς τις κοινωνικοασφαλιστικές τα κοινωνικοασφαλιστικά
     κλητική κοινωνικοασφαλιστικοί κοινωνικοασφαλιστικές κοινωνικοασφαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνικοασφαλιστικός < κοινωνική ασφάλιση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

κοινωνικοασφαλιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία