κοινωνικοασφαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνικοασφαλιστικός < κοινωνική ασφάλιση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακοινωνικοασφαλιστικός
- που έχει σχέση με την κοινωνική ασφάλιση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοινωνική ασφάλιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνικοασφαλιστικός
|