κοινοβιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοβιασμός < κοινοβιάζω + -μός < μεσαιωνική ελληνική κοινοβιάζω[1] < ελληνιστική κοινή κοινόβιον[2], ουδέτερο του κοινόβιος < αρχαία ελληνική κοινός + βίος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοβιασμός αρσενικό
- (θρησκεία, λόγιο) το να κοινοβιάζει κάποιος, να είναι μοναχός σε κοινόβιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοβιασμός
|
- ↑ κοινοβιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κοινόβιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.