Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιουρτσής οι κιουρτσήδες
      γενική του κιουρτσή των κιουρτσήδων
    αιτιατική τον κιουρτσή τους κιουρτσήδες
     κλητική κιουρτσή κιουρτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιουρτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kürkçü

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιουρτσής αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία