Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κιουρτσής οι Κιουρτσήδες
      γενική του Κιουρτσή των Κιουρτσήδων
    αιτιατική τον Κιουρτσή τους Κιουρτσήδες
     κλητική Κιουρτσή Κιουρτσήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής - κλίση: μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cuɾˈt͡sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κιουρ‐τσής

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κιουρτσής < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιουρτσής αρσενικό

  • (πατριδωνυμικό) άλλη γραφή του Κιουρτζής (πιθανόν λανθασμένη)
    ※  Εις το ανωτέρω ... οι μισοί κάτοικοι ήταν Κιουρτσήδες (Γεωργιανοί). Έφυγαν και ήρθαν από τη Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στο χωρίον Σορχούν. (Μάκης Σεβίλογλου, Όλια τα «αχ» τ'εμέτερα εγένταν τραγωδίας: Ένα μουσικό, λογοτεχνικό, ιστορικό αφιέρωμα στον Πόντο και τους ανθρώπους του, 2019 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Κιουρτσής < επάγγελμα κιουρτσής ή πατριδωνυμικό Κιουρτσής

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιουρτσής αρσενικό (θηλυκό Κιουρτσή)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία