Κιουρτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κιουρτζής αρσενικό (θηλυκό Κιουρτζή)
Μεταγραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Κιουρτζής < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κιουρτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, πατριδωνυμικό) ο Γεωργιανός, αυτός που προέρχεται από τη Γεωργία (στον Καύκασο)
- ※ Κιουρτζήδες είναι οι Γεωργιανοί (περιοδικό Ελληνικά 20,2 (1967))
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κιουρτζής
|