κινητογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινητογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinetograph < αρχαία ελληνική κινητός + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινητογράφος αρσενικό
- (κινηματογράφος, παρωχημένο) είδος κινηματογραφικής κάμερας του 19ου αιώνα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Kinetograph στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Caméra Kinétographe στη γαλλική Βικιπαίδεια
- κινηματογράφος
- κινητοσκόπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινητογράφος