Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινησιοθεραπευτικός η κινησιοθεραπευτική το κινησιοθεραπευτικό
      γενική του κινησιοθεραπευτικού της κινησιοθεραπευτικής του κινησιοθεραπευτικού
    αιτιατική τον κινησιοθεραπευτικό την κινησιοθεραπευτική το κινησιοθεραπευτικό
     κλητική κινησιοθεραπευτικέ κινησιοθεραπευτική κινησιοθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινησιοθεραπευτικοί οι κινησιοθεραπευτικές τα κινησιοθεραπευτικά
      γενική των κινησιοθεραπευτικών των κινησιοθεραπευτικών των κινησιοθεραπευτικών
    αιτιατική τους κινησιοθεραπευτικούς τις κινησιοθεραπευτικές τα κινησιοθεραπευτικά
     κλητική κινησιοθεραπευτικοί κινησιοθεραπευτικές κινησιοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινησιοθεραπευτικός < κινησιοθεραπεία

  Επίθετο επεξεργασία

κινησιοθεραπευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία