κινησιογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινησιογραφία < κινησιο- + -γραφία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική kinesiography • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινησιογραφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινησιογραφία