Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινησιογραφία οι κινησιογραφίες
      γενική της κινησιογραφίας των κινησιογραφιών
    αιτιατική την κινησιογραφία τις κινησιογραφίες
     κλητική κινησιογραφία κινησιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινησιογραφία < κινησιο- + -γραφία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική kinesiography • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ni.si.o.ɣɾaˈfi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κινησιογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία