• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κιβωτίδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιβωτίδιο τα κιβωτίδια
      γενική του κιβωτίδιου
& κιβωτιδίου
των κιβωτίδιων
& κιβωτιδίων
    αιτιατική το κιβωτίδιο τα κιβωτίδια
     κλητική κιβωτίδιο κιβωτίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κιβωτίδιο < ελληνιστική κοινή κιβωτίδιον < αρχαία ελληνική κιβώτιον < κιβωτός

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.voˈti.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐βω‐τί‐δι‐ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιβωτίδιο ουδέτερο

  • (σπάνιο, λόγιο) υποκοριστικό του κιβώτιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κιβωτίδιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κιβωτίδιο&oldid=6723067"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2024, στις 06:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2024, στις 06:35.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας