↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηφήν οἱ κηφῆνες
      γενική τοῦ κηφῆνος τῶν κηφήνων
      δοτική τῷ κηφῆν τοῖς κηφῆσῐ(ν)
κηφήνεσσι(ν) (ιωνικός)
    αιτιατική τὸν κηφῆν τοὺς κηφῆνᾰς
     κλητική ! κηφήν κηφῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηφῆνε
γεν-δοτ τοῖν  κηφήνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηφήν, ήδη τον 8ο αιώνα στον Ησίοδο < υποθετικό επίθετο *κηφός που συνδέεται επίσης με το κωφός.[1] Κατα τον Beekes,[2] προελληνική προέλευση.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηφήν αρσενικό

  1. (εντομολογία) κηφήνας
  2. (μεταφορικά) κηφήνας, τεμπέλης, άεργος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 304 (303-306)
    τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
    Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν | τρώγοντας.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. → δείτε και τη λέξη Κηφῆνες με διαφορετική σημασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.