καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηρολαμπάς αἱ κηρολαμπάδες
      γενική τῆς κηρολαμπάδος τῶν κηρολαμπάδων
      δοτική τῇ κηρολαμπάδι ταῖς κηρολαμπάσι(ν)
    αιτιατική τὴν κηρολαμπάδα τὰς κηρολαμπάδας
     κλητική ! κηρολαμπάς κηρολαμπάδες
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηρολαμπάς < κηρός + λαμπάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ɾo.lamˈbas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐ρο‐λα‐μπάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηρολαμπάς θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) μεγάλη λαμπάδα η οποία χρησιμοποιείται κυρίως σε λιτανείες
    ※  Ἡ ἀριστερὰ πρὸ παντὸς πλευρὰ τῆς ὁδοῦ ταύτης, προσέφερε τὴν ὡραιωτέραν θέαν· ἐκεῖ χρυσοΰφαντα καὶ πλούσια ὑφάσματα περιέβαλλον ἐν δάφναις καὶ μυρσίναις τὰς εἰκόνας τῶν Βασιλέων· ἄλλη δὲ μεγαλοπρεπὴς ἐπιγραφὴ ΩΣ ΕΥ ΠΑΡΕΣΤΗΣ ΑΝΑΣΣΑ διεκοσμεῖτο μὲ ἀνθοδέσμας καὶ ἐφωτίζετο ὑπὸ πλουσίων λυχνιών καὶ κηρολαμπάδων.
    Δ. Ν. Βρατσάνος, Της Βασιλίσσης η άφιξις, Ο Αβδηρίτης και του διαβόλου τα πηδήματα, φύλλο 25, 30 Οκτωβρίου 1857, σελ. 349