↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηλιδώδης η κηλιδώδης το κηλιδώδες
      γενική του κηλιδώδους της κηλιδώδους του κηλιδώδους
    αιτιατική τον κηλιδώδη την κηλιδώδη το κηλιδώδες
     κλητική κηλιδώδη(ς) κηλιδώδης κηλιδώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηλιδώδεις οι κηλιδώδεις τα κηλιδώδη
      γενική των κηλιδωδών των κηλιδωδών των κηλιδωδών
    αιτιατική τους κηλιδώδεις τις κηλιδώδεις τα κηλιδώδη
     κλητική κηλιδώδεις κηλιδώδεις κηλιδώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηλιδώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κηλιδώδης, -ης, -ες

  1. (σπάνιο) που εμφανίζει κηλίδες
  2. (ιατρική) που αφορά ή σχετίζεται με τον κηλιδώδη πυρετό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία