κηλιδώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κηλιδώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κηλιδώδης, -ης, -ες
- (σπάνιο) που εμφανίζει κηλίδες
- (ιατρική) που αφορά ή σχετίζεται με τον κηλιδώδη πυρετό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηλιδώδης
|