Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κετιμίνη οι κετιμίνες
      γενική της κετιμίνης των κετιμινών
    αιτιατική την κετιμίνη τις κετιμίνες
     κλητική κετιμίνη κετιμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κετιμίνη < κετόνη + ιμίνη < αγγλική ketimine

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κετιμίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία