Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραμομεταλλουργικός η κεραμομεταλλουργική το κεραμομεταλλουργικό
      γενική του κεραμομεταλλουργικού της κεραμομεταλλουργικής του κεραμομεταλλουργικού
    αιτιατική τον κεραμομεταλλουργικό την κεραμομεταλλουργική το κεραμομεταλλουργικό
     κλητική κεραμομεταλλουργικέ κεραμομεταλλουργική κεραμομεταλλουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραμομεταλλουργικοί οι κεραμομεταλλουργικές τα κεραμομεταλλουργικά
      γενική των κεραμομεταλλουργικών των κεραμομεταλλουργικών των κεραμομεταλλουργικών
    αιτιατική τους κεραμομεταλλουργικούς τις κεραμομεταλλουργικές τα κεραμομεταλλουργικά
     κλητική κεραμομεταλλουργικοί κεραμομεταλλουργικές κεραμομεταλλουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεραμομεταλλουργικός < κεραμομεταλλουργ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κεραμομεταλλουργικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία