• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κεπσές

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεπσές οι κεπσέδες
      γενική του κεπσέ των κεπσέδων
    αιτιατική τον κεπσέ τους κεπσέδες
     κλητική κεπσέ κεπσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεπσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kepçe (κουτάλα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεπσές αρσενικό

  • (κρητικά) μεγάλη τρυπητή κουτάλα από κασσίτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • κεπτσές
  • κεψές

Πηγές

επεξεργασία
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κεπσές&oldid=6185989"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, στις 10:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, στις 10:34.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας