κεψές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεψές | οι | κεψέδες |
γενική | του | κεψέ | των | κεψέδων |
αιτιατική | τον | κεψέ | τους | κεψέδες |
κλητική | κεψέ | κεψέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεψές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kepçe < περσική کپچه (kapcha)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεψές αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεψές
→ δείτε τη λέξη κουτάλα |