κεντρομερές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεντρομερές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική centromere < αρχαία ελληνική κέντρον + μέρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεντρομερές ουδέτερο
- (ιατρική, βιολογία, γενετική) το κεντρικό τμήμα ενός ευκαρυωτικού χρωμοσώματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Centromere στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεντρομερές