Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κειμενογλωσσολογικός η κειμενογλωσσολογική το κειμενογλωσσολογικό
      γενική του κειμενογλωσσολογικού της κειμενογλωσσολογικής του κειμενογλωσσολογικού
    αιτιατική τον κειμενογλωσσολογικό την κειμενογλωσσολογική το κειμενογλωσσολογικό
     κλητική κειμενογλωσσολογικέ κειμενογλωσσολογική κειμενογλωσσολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κειμενογλωσσολογικοί οι κειμενογλωσσολογικές τα κειμενογλωσσολογικά
      γενική των κειμενογλωσσολογικών των κειμενογλωσσολογικών των κειμενογλωσσολογικών
    αιτιατική τους κειμενογλωσσολογικούς τις κειμενογλωσσολογικές τα κειμενογλωσσολογικά
     κλητική κειμενογλωσσολογικοί κειμενογλωσσολογικές κειμενογλωσσολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κειμενογλωσσολογικός < κειμενογλωσσολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κειμενογλωσσολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία